πελίκα

πελίκα
ἡ, Α
(αιολ. τ.) βλ. πελίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πελίκαι — πελίκᾱͅ , πελίκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελίκαν — πελίκᾱν , πελίκη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίσων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος και νόμιμος διάδοχος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και της Τυρούς. Ο αδελφός του Πελίας, παρότι η Τυρώ ισχυριζόταν πως τον είχε αποκτήσει –όπως και τον Νηλέα– από τον Ποσειδώνα, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • πελίκη — και αιολ. τ. πελίκα, ἡ, Α (κατά τον Πολυδ.) 1. «λεκάνη» 2. «χοῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλιξ, ικος*] …   Dictionary of Greek

  • Πύδνα — Αρχαία πόλη της Πιερίας κοντά στο ακρωτήριο Αθεράδα. Εμφανίζεται σε νομίσματα από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. και αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη (I. 137) ως Πύδνα η Αλεξάνδρου (εννοείται ο Αλέξανδρος A’ της Μακεδονίας), με αφορμή τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”